Lookup cumulative lexical entry: كافى
- ἀντικατηγορέω
- ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. fa-innahā tukāfiʾu fī l-ḥamli
- ἀντικατηγορέω (gerund) Porph. Isag. τὸ ἀλλήλων ἀντικατηγορεῖσθαι = anna aḥadahumā yukāfiʾu fī l-ḥamli
- ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. tukāfī fī l-ḥamli
- ἀντικατηγορέω (verb) Porph. Isag. tukāfiʾu fī l-ḥamli