Lookup cumulative lexical entry: كردوس
- ἑκατονταρχία
- ἑκατονταρχία (noun) Aelian. Tact.
- τάγμα
- τάγμα (noun) Aelian. Tact.
- ταξιαρχία
- ταξιαρχία (noun) Aelian. Tact.
- ταξίαρχος
- ταξίαρχος (noun) Aelian. Tact. raʾīsu l-kardūsi
- τάξις
- τάξις (noun) Aelian. Tact.