Lookup cumulative lexical entry: كرسي
- δίφρος
- δίφρος (noun) Hippocr. Superf.
- θρόνος
- θρόνος (noun) Artem. Onirocr.
- κιστίδιον
- κιστίδιον (noun) Artem. Onirocr.
- λάσανα
- λάσανα (noun) Hippocr. Superf.
- λάσανα (noun) Hippocr. Superf.
- πεντακόλουρος
- πεντακόλουρος (adj.) Nicom. Arithm. fī l-kursiyyi l-ḫāmis
- σκίμπους
- σκίμπους (noun) Artem. Onirocr.
- τετρακόλουρος
- τετρακόλουρος (adj.) Nicom. Arithm. al-kursiyyu l-rābiʿu
- τρίπους
- τρίπους (adj.) Arist. Phys. inna l-kursiyya ḏā l-qawāʾimi