Lookup cumulative lexical entry: كِشك
- κριθώδης
- κριθώδης (adj.) Hippocr. Diaet. acut. κριθώδης πτισάνη = kišku l-šaʿīri
- πτισάνη
- πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut.
- πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut. kišku l-šaʿīrī
- πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut. κριθώδης πτισάνη = kišku l-šaʿīri
- πτισάνη (noun) Hippocr. Diaet. acut. οὒλη πτισάνη = kišku l-šaʿīri wa-maʿahū ṯufluhū
- ῥόφημα
- ῥόφημα (noun) Hippocr. Diaet. acut. τὸ ῥύφημα = kišku l-šaʿīri
- ῥόφημα (noun) Hippocr. Diaet. acut. ῥύφημα = kišku l-šaʿīri