Lookup cumulative lexical entry: لخّص
- ἀποδίδωμι
- διαιρέω
- διαρθρόω
- διορίζω
- διορίζω (verb) Arist. An. post. διορίσωμεν = wa-l-nufaṣṣil..wa-nulaḫḫiṣ
- διορίζω (verb) Arist. Cael.
- διορίζω (verb) Arist. Cael. mayyaza wa-laḫḫaṣa, laḫḫaṣa wa-mayyaza
- διορίζω (verb) Arist. Cael. mayyaza wa-laḫḫaṣa, laḫḫaṣa wa-mayyaza
- διορίζω (verb) Arist. Eth. Nic.
- διορίζω (verb) Arist. Int.
- διορίζω (act. part.) Arist. Phys.
διορίσαντες Arist. Phys. VIII 10, 266a11 = baʿda an nulaḫḫiṣa - διορίζω (pass. part.) Arist. Phys. luḫḫiṣa
τούτου δὲ διωρισμένου φανερόν Arist. Phys. V 3, 227a14 = wa-iḏ qad luḫḫiṣa ḏālika fa-ẓāhirun 546.4 - διορίζω (pass. part.) Arist. Phys.
τούτων δ' ἡμῖν οὕτω διωρισμένων Arist. Phys. IV 14, 222b30 = fa-iḏ qad laḫḫaṣnā ḏālika hāḏā l-talḫīṣa - διορίζω (verb) Arist. Phys. διώρισται = kunnā qad laḫḫaṣnā
- διορίζω (pass. part.) Arist. Phys.
ὅσα μὲν οὖν τὰ αἴτια καὶ ὃν τρόπον αἴτια, ἔστω ἡμῖν διωρισμένα ἱκανῶς Arist. Phys. II 3, 195b29 = fa-qad laḫḫaṣnā l-asbāba kam hiya wa-ʿalā ayyi l-wuǧūhi hiya asbābun, talḫīṣan fīhi kifāyatun 110.4 - διορίζω (pass. part.) Arist. Phys.
διωρισμένων δὲ τούτων Arist. Phys. II 3, 194b16 = wa-iḏ qad laḫḫaṣnā hāḏihi l-ašyāʾa - διορίζω (verb) Arist. Phys.
ἐπεὶ δὲ διώρισται Arist. Phys. II 2, 193b22 = iḏ kunnā qad laḫḫaṣnā - διορίζω (verb) Arist. Phys.
ὅτι μὲν οὖν εἰσὶν ἀρχαί, καὶ τίνες, καὶ πόσαι τὸν ἀριθμόν, διωρίσθω ἡμῖν οὕτως Arist. Phys. I 9, 192b3 = fa-naqūlu innā qad laḫḫaṣnā bi-hāḏā l-qawli llaḏī fariġnā minhu l-āna [anna] mabādiʾa wa-mā hiya wa-kam hiya 76.3 - διορίζω (verb) Arist. Phys. τοῦτο δ' ... διώρισται = laḫaṣṣnā ḏālika talḫīṣan
τοῦτο δ' ἐν ἄλλοις διώρισται δι' ἀκριβείας μᾶλλον Arist. Phys. I 8, 191b29 = wa-qad laḫḫaṣnā ḏālika talḫīṣnan ašadda stiqṣāʾan bi-mawḍiʿin āḫara - διορίζω (verb) Arist. Rhet. διωρίσθω = amplif.; ḥadadnā wa-laḫaṣnā
- διοριζω Them. In De an.
- διοριζω Them. In De an.
- διορίζω (verb) Galen Diff. febr. διώρισται = laḫḫaṣtu
ὡς ἄρτι διώρισται Galen Diff. febr. I, 11 : 315.16 = ka-mā qad laḫḫaṣtu qubaylu WGAÜ, Suppl. I 175.4
- διοριστέον
- εἴρω
- ἐπισκέπτομαι
- θεωρέω
- λαμβάνω
- λέγω
- ὁρίζω
- περιγράφω
- περιγράφω (verb) Arist. Eth. Nic.
περιγεγράφθω μὲν οὖν τἀγαθὸν ταύτῃ Arist. Eth. Nic. I 7, 1098a20 = fa-ʿalā hāḏā l-waǧhi yanbaġī an nulaḫḫiṣa l-ḫayra 135.16
- προσδιοριζω
The database query could not be executed.