Lookup cumulative lexical entry: لزج
- βλέννα
- βλέννα (noun) Hippocr. Nat. hom. ruṭūbatun laziǧatun
- γλίσχρος
- γλίσχρος (adj.) Arist. Gener. anim.
- γλίσχρος (adj. sup.) Hippocr. Nat. hom. γλισχρότατος = laziǧa ǧiddan
- καταγλισχραίνομαι
- κολλώδης
- κολλώδης (adj.) Arist. Gener. anim.
- ὀλισθητικός
- ὀλισθητικός (adj.) Hippocr. Superf.