Lookup cumulative lexical entry: لوْح
- ἐπίγραμμα
- πινακίσκος
- πινακίσκος (noun) Erat. Cub. dupl.
ἔχον τρεῖς πινακίσκους ἴσους ὡς λεπτοτάτους Erat. Cub. dupl. 92.28 = wa-la-takun fīhi alwāḥun ṣiġārun diqāqun mutasāwiyatun 157.3 - πινακίσκος (noun) Erat. Cub. dupl.
φιλοτεχνητέον, ἵνα ἐν τῷ συνάγεσθαι τοὺς πινακίσκους παράλληλα διαμένῃ πάντα καὶ ἄσχαστα Erat. Cub. dupl. 94.6 = fa-innā nuḥkimu ṣanʿata l-alwāḥi ḥattā, iḏā lāqat, kānati mutawāziyatan kulluhā wa-lam yakun baynahā ḫalalun wa-lā furǧatun 157.6 - πινακίσκος (noun) Erat. Cub. dupl.
ἐὰν δὲ πλείους μέσας ἐπιταχθῇ εὑρεῖν, ἀεὶ ἑνὶ πλείους πινακίσκους καταστησόμεθα ἐν τῷ ὀργανίῳ Erat. Cub. dupl. 96.7 = fa-in naḥnu aradnā an naḍaʿa minhā akṯara min ḫaṭayni fa-li-naḍaʿa fī l-ālāti alwāḥan akṯara ʿadadan min hāḏihī 159.4
- πιναξ
- πλαταμώδης
- σανίδιον
The database query could not be executed.