Lookup cumulative lexical entry: ماسّ
- ἅπτω
- ἅπτω (verb) Artem. Onirocr. ἅπτομαι
- ἅπτω (verb) Galen In De off. med.
- παρεπιψαύω
- παρεπιψαύω (verb) Ps.-Plut. Placita qāṭaʿa wa-māssa
- συνάπτω
- συνάπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
- συνεχής
- συνεχής (adj.) Arist. Gener. anim. muttaṣilan yalṣaqu bi-mā yumāssuhu
- σχέσις
- σχέσις (noun) Alex. qu. I 2 [Color] κατὰ τὴν παρουσίαν τε καὶ ποιὰν σχέσιν = iḏā qarubat minhā wa-māssathā
- σχέσις (noun) Alex. qu. I 2 [Color] κατὰ τὴν παρουσίαν τε καὶ ποιὰν σχέσιν = iḏā qarubat minhā wa-māssathā
- ψαύω
- ψαύω (verb) Galen In De off. med.
- ψαύω (verb) Galen In De off. med.