Lookup cumulative lexical entry: متخلخل
- ἀραιός
- ἀραιός (adj. comp.) Hippocr. Nat. hom. ἀραιότερος
- μανός
- μανός (adj.) Arist. Cat.
- μανός (adj.) Arist. Phys. ἐν τῷ μανῷ = fī l-mutaḫalḫili
- μανός (adj.) Arist. Phys.
- μανότης
- μανότης (noun) Alex. qu. I 2 [Color] διὰ μανότητα = al-kāʾinu fī l-aǧrāmi l-mutaḫalḫilati
- μανότης (noun) Alex. qu. I 2 [Color] διὰ μανότητα = al-kāʾinu fī l-aǧrāmi l-mutaḫalḫilati