Lookup cumulative lexical entry: متراءى
- ἐπιδεικτικός
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet.
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = al-mutarāʾiyātu
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς = fī l-mutarāʾiyāti
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς = fī l-mutarāʾiyāti
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς = fī l-mutarāʾiyāti