Lookup cumulative lexical entry: مثبّت
- ἀποδεικτικός
- ἀποδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. hend.; al-murī l-muṯbitu
- ἐπιδεικτικός
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. hend.; al-murī l-muṯbitu
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = hend.; al-murī aw al-muṯbitu
- ἐπιδεικτικός (adj.) Arist. Rhet. οἱ ἐπιδεικτικοί = hend.; bi-l-murī aw al-muṯbiti
- καταπήγνυμι
- καταπήγνυμι (pass. part.) Ps.-Plut. Placita καταπεπηγμένος = al-musammaru l-muṯabbatu