Lookup cumulative lexical entry: محض
- εἰλικρινής
- εἰλικρινής (adj.) Arist. Eth. Nic.
οὐδ' εἰ ἄγευστοι οὗτοι ὄντες ἡδονῆς εἰλικρινοῦς καὶ ἐλευθερίου ἐπὶ τὰς σωματικὰς καταφεύγουσιν Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b20 = wa-min aǧli hāḏā lammā kānū lam yaḏūqū l-laḏḏata l-maḥḍata l-ḫāliṣata yahrubūna ilā l-laḏḏāti l-ǧismiyyati 555.8 - εἰλικρινής (adj.) Arist. Phys. εἰλικρινῶς
- καθαρός
- καθαρός (adj.) Nicom. Arithm. maḥdatun lā yuḫāliṭuhā ġayrahā
- καθαρός (adj.) Nicom. Arithm. καθαρός στίχος = al-aʿdādu...maḥḍatun fī saṭrin