Lookup cumulative lexical entry: مخالفة

  1. ἀλλοιότης
  2. ἀνισότης
  3. ἀπαρεμπόδιστος
  4. διαλλάσσω
  5. διαλλάττω
    • διαλλάττω (act. part.) Porph. Isag. διαλλάττον = kayfa kānat al-muḫālifatu
      κοινῶς μὲν γὰρ διαφέρειν ἕτερον ἑτέρου λέγεται τὸ ἑτερότητι διαλλάττον ὁπωσοῦν ἢ πρὸς αὑτὸ ἢ πρὸς ἄλλο
  6. διαφορά
  7. διχόνοια
  8. ἐναντίος
  9. μεταβολή
  10. παραβαίνω
The database query could not be executed.