Lookup cumulative lexical entry: مزدوج
- ἂλλήλων
- ἂλλήλων (pronoun) Hyps. Anaph. συζυγεῖς ἀλλήλων
- κατά
- κατά (prep.) Hyps. Anaph. αἱ κατὰ συζυγίαν
- συζυγεῖς
- συζυγεῖς (pass. part.) Hyps. Anaph. συζυγεῖς ἀλλήλων
- συζυγία
- συζυγία (noun) Hyps. Anaph. αἱ κατὰ συζυγίαν