Lookup cumulative lexical entry: مستحق

  1. ἀξία
  2. ἄξιος
  3. γελοῖος
    • γελοῖος (adj.) Arist. Phys. γελοῖος ἂν εἴη = fa-kāna qawluhū mustaḥiqqan li-an yahzaʾa bihī
      εἴ τις λούσασθαι φαίη μάτην ὅτι οὐκ ἐξέλιπεν ὁ ἥλιος, γελοῖος ἂν εἴη Arist. Phys. II 6, 197b28
  4. δίκαιος
  5. ἐπαινέω
  6. προάγω
The database query could not be executed.