Lookup cumulative lexical entry: مستحقّ
- ἀξία
- ἀξία (noun) Ps.-Arist. Virt. τοὺς ἀξίους = li-mustaḥaqqiyyi l-maʿrifati
- ἄξιος
- ἄξιος (adj.) Arist. Rhet.
- ἄξιος (adj.) Arist. Rhet.
- ἄξιος (adj.) Porph. Isag.
- γελοῖος
- γελοῖος (adj.) Arist. Phys. γελοῖος ἂν εἴη = fa-kāna qawluhū mustaḥiqqan li-an yahzaʾa bihī
εἴ τις λούσασθαι φαίη μάτην ὅτι οὐκ ἐξέλιπεν ὁ ἥλιος, γελοῖος ἂν εἴη Arist. Phys. II 6, 197b28 - δίκαιος
- δίκαιος (adj.) Nicom. Arithm.
- ἐπαινέω
- ἐπαινέω (pass. part.) Ps.-Arist. Virt. τῶν ἐπαινομένων = al-mustaḥiqqatu li-l-madīḥi wa-l-iṭrāʾi
- προάγω
- προάγω (verb) Arist. Phys. γελοίως προήχθη = mustaḥiqqun li-l-hazʾi