Lookup cumulative lexical entry: مستنكر
- ἀνομολογούμενος
- ἀνομολογούμενος (adj.) Arist. Rhet. τὰ ἀνομολογούμενα = hend.; al-maǧḥūdātu (maḥǧūdātu ed. Lyons) l-mustankarātu
- ἄπιστος
- ἄπιστος (adj.) Arist. Cael.
- ἄτοπος
- ἄτοπος (adj.) Arist. Cael.
- ἄτοπος (adj.) Arist. Cael.
- ἄτοπος (adj.) Arist. Cael.