Lookup cumulative lexical entry: مشتمل
- περιέχω
- περιέχω (verb) Arist. Phys. περιέχει ... περιέχεται = muštamilun ... muštamalun
- περιέχω (verb) Arist. Phys. περιέχει ... περιέχεται = muštamilun ... muštamalun
- περιέχω (act. part.) Arist. Phys. τὸ περιέχον σῶμα = al-ǧirmu l-muštamilu