Lookup cumulative lexical entry: مضاعف
- διπλόος
- διπλόος (adj.) Arist. Rhet.
- διπλόος (adj.) Arist. Rhet.
- διπλόος (adj.) Arist. Rhet.
- διπλόος (adj.) Hippocr. Aer.
- δίπλωσις
- δίπλωσις (noun) Arist. Rhet. διὰ δίπλωσιν
- διττός
- διττός (adj.) Arist. An. post. τὸ διττόν