Lookup cumulative lexical entry: مضيء
- ἀνθηρός
- ἀνθηρός (adj.) Hippocr. Aer. nayyira muḍīʾa
- διαφανῶς
- διαφανῶς (adv.) Ps.-Plut. Placita
- καθαρός
- καθαρός (adj.) Artem. Onirocr.
- λαμπρός
- λαμπρός (adj.) Arist. An. post. ...τὸ λαμπρόν ἀεὶ ἔχει = mā yalī l-šamsa min al-qamari huwa dāʾiman muḍīʾun
- λαμπρός (adj.) Arist. Gener. anim. τὰ λαμπρά = al-ašyāʾu l-muḍīʾatu
- λαμπρός (adj.) Artem. Onirocr.
- λαμπρός (adj.) Artem. Onirocr.
- λαμπρός (adj.) Artem. Onirocr.
- λαμπρός (adj.) Hippocr. Aer. muḍīʾa nayyira ṣāfiya
- φωτίζομαι
- φωτίζομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] τὸ πεφωτισμένον
- φωτίζομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] τὸ πεφωτισμένον
- φωτίζομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] τὸ πεφωτισμένον
- φωτίζομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] τὸ πεφωτισμένον
- φωτίζομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] τὸ πεφωτισμένον
- φωτίζομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] τὸ φωτιζόμενον