Lookup cumulative lexical entry: منجذب
- ἀνασπάω
- ἀνασπάω (verb) Hippocr. Superf. munǧaḏibun ilā fawqa
- ἀνασπάω (verb) Hippocr. Superf. ανεσπάκῃ ἑωυτὸν = munǧaḏibun ilā fawqu
- προανέλκω
- προανέλκω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita προανελκόμενος
- συγκάμπτω
- συγκάμπτω (pass. part.) Arist. Hist. anim. συγκεκαμμένος