Lookup cumulative lexical entry: منقبض
- καταστέλλω
- καταστέλλω (pass. part.) Galen In De off. med. τὰ κατεσταλμένα = al-aʿḍāʾu l-munḫafidatu l-munqabiḍatu
- προστέλλω
- προστέλλω (verb) Galen In De off. med.
- προστέλλω (pass. part.) Galen In De off. med. προσεσταλμένος = munqabiḍun rāǧiʿun ilā dāḫilin
- πυκνός
- πυκνόσαρκος
- πυκνόσαρκος (adj.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. ǧasaduhā munqabiḍa wa-laḥmuhā mukaṯṯara
- συστέλλω
- συστέλλω (pass. part.) Hippocr. Progn. ξυνεσταλμένος