Lookup cumulative lexical entry: منقطع
- ἀποστρέφω
- ἀποστρέφω (pass. part.) Ps.-Plut. Placita
- ἀποτέμνω
- ἀποτέμνω (pass. part.) Arist. Phys. ἀποτετμημένος
καὶ οὐκ ἀποτετμημένη Arist. Phys. III 3, 202b8 = wa-laysa huwa munqaṭiʿan - κατακόπτω
- κατακόπτω (verb) Artem. Onirocr. κατακόπτομαι
- κατάντης
- κατάντης (adj.) Artem. Onirocr. munqaṭiʿatun fīhā māniʿun