Lookup cumulative lexical entry: مهانة
- ἀγένεια
- ἀγένεια (noun) Ps.-Arist. Virt.
- ἀνανδρία
- ἀνανδρία (noun) Ps.-Arist. Virt.
- ἀναχαυνόω
- ἀναχαυνόω (gerund) Ps.-Arist. Virt. ἀναχαυνοῦσθαι = zāda ... mahānatan
- μαλακία
- μαλακία (noun) Arist. Rhet. hend.; al-ḫawru wa-l-mahānatu
- μικροπρέπεια
- μικροπρέπεια (noun) Arist. Mag. mor.
- ταπεινότης
- ταπεινότης (noun) Ps.-Arist. Virt.
- ταπεινότης (noun) Ps.-Arist. Virt.