Lookup cumulative lexical entry: مولى
- ἀδέσποτος
- ἀδέσποτος (adj.) Artem. Onirocr. lā mawlan lahā
- ἀπελεύθερος
- ἀπελεύθερος (noun) Artem. Onirocr.
- ἀπελεύθερος (noun) Artem. Onirocr.
- ἀπελεύθερος (noun) Artem. Onirocr.
- δέσποινα
- δέσποινα (noun) Artem. Onirocr.
- δεσπότης
- δεσπότης (noun) Arist. Cat.
- δεσπότης (noun) Artem. Onirocr. bi-l-mawlā
- δεσπότης (noun) Artem. Onirocr. mawālīhim
- δεσπότης (noun) Artem. Onirocr.
- κρατέω
- κρατέω (verb) Artem. Onirocr. κρατέομαι
- κύριος
- κύριος (adj.) Artem. Onirocr. ka-l-mawlā