Lookup cumulative lexical entry: مُتَتابِعٌ
- πυκνός
- πυκνός (adj.) Arist. Rhet. πυκνόν as adv.
ὅτι πυρέττει σημεῖον εἶναι, πυκνὸν γὰρ ἀναπνεῖ Arist. Rhet. I 2, 1357b19 = توسّم الحمّيات أو الرواسم ... أنّه يتنفّس نفساً متتابعاً 13.21 - πυκνός (adj. sup.) Hippocr. Aer. πυκνότατος
ὅκου γὰρ μεταβολαί εἰσι πυκνόταται τῶν ὡρέων Hippocr. Aer. 80.11 = حيث يكون تغيّر الأزمان تغيّراً متتابعاً 159.5 - πυκνός (adj.) Hippocr. Superf. πυκνά as adv.
ἢν ἐξίωσιν αἱ μῆτραι πυκνὰ βρέξας ὕδατι χλιερῷ τὰς μήτρας Hippocr. Superf. 96.14 = إن استرخت الرحم وكانت تخرج من الفرج خروجاً متتابعاً ... تنضح على الرحم ماء فاتراً 24.9
- συνεχής
- συνεχής (adv.) Arist. Gener. anim. συνεχῶς = muliḥḥan mutatābiʿan
- συνεχής (adj.) Arist. Gener. anim.
καὶ γὰρ εἰ συνεχῆ τὴν αὔξησιν εἶχον Arist. Gener. anim. II 6, 745a35 = ولو كان نشوها متّصلاً متتابعاً 86.15-16 - συνεχής (adj.) Arist. Part. anim.
καὶ ἄλλοι (sc. πόροι) ἐκ τῆς ἀορτῆς ἰσχυροὶ καὶ συνεχεῖς Arist. Part. anim. III 9, 671b16 = wa-subulun uḫaru taḫruǧu ayḍan mina l-ʿirqi llaḏī yusammā awurṭā wa-hiya ayḍan qawiyyatun mutatābiʿatun 86.14 - συνεχής (adj.) Arist. Part. anim.
οἱ δὲ πόροι συνεχεῖς ἀπὸ τούτων τῶν φλεβῶν εἰσι πρὸς τοὺς νεφρούς Arist. Part. anim. III 9, 672b7 = wa-l-sabīlu l-āḫiḏu min hāḏā l-ʿirqi ilā l-kulyatayni muttaṣilatun mutatābiʿatun 89.4 - συνεχής (adj.) Philum.
ἡ πτυάς ... παρέπεται τοῖς ὑπ' αὐτῶν δηχθεῖσιν ... νάρκα ... χασμαὶ συνεχεῖς Philum. 16, 3.5 = البَزَّاقة ... من لسَعَتْه يبقى ... مَسْكوتاً مًسْبوتاً ... بعد تثاؤب متتابع WGAÜ 656.16
- συνεχῶς
- συνεχῶς (adv.) Arist. Gener. anim.
ἐὰν μὴ ὀχεύηται ἡ ὄρνις συνεχῶς Arist. Gener. anim. III 1, 750b34 = إن لم تسفد الأنثى سفاداً ملحّاً متتابعاً 101.4
The database query could not be executed.