Lookup cumulative lexical entry: نفد
- ἀναιρέω
- ἀναιρέω (gerund) Arist. Phys. ἀναιρεῖσθαι = fa-huwa yanfadu
- ἀναλίσκω
- ἀναλίσκω (verb) Arist. Hist. anim.
- διαπέμπω
- διαπέμπω (pass. part.) Alex. An. mant. [Vis.] διαπεμπομένων
- διήκω
- διήκω (act. part.) Alex. An. mant. [Vis.] διήκων
- ἐκλείπω
- ἐκλείπω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἐκλείπω (verb) Hippocr. Nat. hom.
- ἐκλείπω (verb) Hippocr. Nat. hom.
ἀλλ' εἰ ἕν τί γε ἐκλείποι, πάντα ἂν ἀφανισθείη 186.2 = lākin in nafida minhu šayʾun wāḥidun baṭala l-kullu 12.15 - ἐλλείπω
- ἐλλείπω (act. part.) Arist. Gener. anim. τῆς ἐλλειπούσης
- ἐπιλαμβάνω
- ἐπιλαμβάνω (gerund) Alex. An. mant. [Vis.] ἐπιλαμβάνειν
- καταναλίσκω
- καταναλίσκω (verb) Arist. Gener. anim. καταναλωθῇ
- χωρέω
- χωρέω (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
- χωρέω (act. part.) Alex. An. mant. [Vis.] χωροῦντος