Lookup cumulative lexical entry: هزا
- γέλοιος
- γέλοιος (adj.) Arist. An. post. γελοῖον
- γελοῖος (adj.) Arist. Phys. an yuhzaʾa bihī
- γελοῖος (adj.) Arist. Phys. γελοῖον = qawlun yastaḥiqqu an yuhzaʾa bihī
- γελοῖος (adj.) Arist. Phys. γελοῖος ἂν εἴη = fa-kāna qawluhū mustaḥiqqan li-an yahzaʾa bihī
εἴ τις λούσασθαι φαίη μάτην ὅτι οὐκ ἐξέλιπεν ὁ ἥλιος, γελοῖος ἂν εἴη Arist. Phys. II 6, 197b28 - γελοιος Them. In De an.
- γελοιος Them. In De an.
- γελοιος Them. In De an.
- γέλως
- γέλως (noun) Artem. Onirocr. yahzaʾu wa-yaḍḥaku