Lookup cumulative lexical entry: هيج

  1. δυσκίνητος
  2. ἐμποιέω
  3. ἐπιπικραίνω
  4. εὐκίνητος
  5. ἔχω
  6. κινέω
  7. ὁρμάω
  8. παρεχω
  9. παρορμάω
    • παρορμάω (gerund) Arist. Eth. Nic.
      παρορμῆσαι τῶν νέων τοὺς ἐλευθερίους ἰσχύειν Arist. Eth. Nic. X 9, 1179b7 = annahā taqwā ʿalā an tuhayyiǧa … ḏawī l-ḥurriyyati mina l-aḥdāṯi 571.5
  10. πρακτικός
The database query could not be executed.