Lookup cumulative lexical entry: واد
- κοῖλος
- κοῖλος (adj.) Galen Med. phil.
- κρημνός
- κρημνός (noun) Artem. Onirocr.
- κρήνη
- κρήνη (noun) Artem. Onirocr.
- πῖδαξ
- πῖδαξ (noun) Artem. Onirocr.
- ποταμός
- ποταμός (noun) Artem. Onirocr.
- φάραγξ
- φάραγξ (noun) Ps.-Plut. Placita