Lookup cumulative lexical entry: ورث
- κληρονομέω
- κληρονομέω (verb) Artem. Onirocr. fa-yariṯuhā
- κληρονομέω (verb) Artem. Onirocr.
- κληρονόμος
- κληρονόμος (noun) Artem. Onirocr. wa-wariṯahu
- κληρόνομος (noun) Artem. Onirocr. fa-wariṯahā
- κληρόνομος (noun) Artem. Onirocr. fa-yariṯuhu