Lookup cumulative lexical entry: وليّ
- ἀκολουθία
- ἀκολουθία (noun) Artem. Onirocr. ʿalā l-waliyyi
- μεταγενής
- μεταγενής (adj. comp.) Nicom. Arithm. μεταγενέστερος (of later origin)
μεταγενέστεροι τῶν πολλαπλασίων οἱ ἐπιμόριοι Nicom. Arithm. 53.16 = فتكون الزايدة جزأً قد تبعت الاضعافَ وتليها 47.22