Lookup cumulative lexical entry: اشتقاق
- ὄνομα
- ὄνομα (noun) Artem. Onirocr. ištiqāqu l-asmāʾi
- ὄνομα (noun) Artem. Onirocr. ištiqāqu ismihi
- παρώνυμος
- παρώνυμος (adj.) Nicom. Arithm. ᾧ παρώνυμός ἐστιν = ...ištiqāqun min ismihi
- προσηγορία
- προσηγορία (noun) Artem. Onirocr. ištiqāqu ismin
- πτῶσις
- πτῶσις (noun) Arist. Rhet.