Lookup cumulative lexical entry: اكليل
- μελίλωτον
- μελίλωτον (noun) Arist. Hist. anim. iklīlu l-maliki
- μελίλωτος
- μελίλωτος (noun) Rufus Ict. iklīlu l-malki
- σέλινον
- σέλινον (noun) Artem. Onirocr. akālīlu l-karafsi
- στενόστομος
- στενόστομος (adj.) Artem. Onirocr. bi-l-iklīli
- στεφάνη
- στεφάνη (noun) Ps.-Plut. Placita
- στεφανίτης
- στεφανίτης (noun) Galen Med. phil. τόνδε στεφανίτας ἀγῶνας = al-akillatu llati yastaḥiqquhā l-ġālibūna fī l-munāḍalati
- στέφανος
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-akālīlu
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr. wa-l-akālīlu
- στέφανος (noun) Artem. Onirocr.
- στεφανόω
- στεφανόω (verb) Artem. Onirocr. yukallalu bi-iklīlin