Lookup cumulative lexical entry: جنسي
- γενικός
- γενικός (adj.) Ps.-Plut. Placita
- γένος
- γένος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] ὡς γένος
- γένος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ ὡς γένος ζῷον = al-ḥayya l-ǧinsiyya
- γένος (noun) Alex. qu. I 11a [Univ.] τὸ ὡς γένος ζῷον = al-ḥayya l-ǧinsiyya