Lookup cumulative lexical entry: خداع
- ἀηδής
- ἀηδής (adj.) Artem. Onirocr.
- ἀπατάομαι
- ἀπατάομαι (verb) Arist. Rhet. muḍallilun ḫaddāʿun
- ἀπατεών
- ἀπατεών (noun) Artem. Onirocr.
- βωμόλοχος
- βωμόλοχος (noun) Artem. Onirocr.
- γόης
- γόης (noun) Galen Med. phil.
- ἐξαμαρτάνω
- ἐξαμαρτάνω (verb) Arist. Rhet. bi-l-taḍlīli aw al-ḫidāʿi
- ἐπιβουλεύω
- ἐπιβουλεύω (verb) Artem. Onirocr.
- ἐπιβουλή
- ἐπιβουλή (noun) Artem. Onirocr.
- κακουχία
- κακουχία (noun) Artem. Onirocr. bi-ḫidāʿin
- πάνουργος
- πάνουργος (adj.) Artem. Onirocr.
- φαρμακεύς
- φαρμακεύς (noun) Galen Med. phil.
- φαρμακεύς (noun) Galen Med. phil.
- ψευδόμαντις
- ψευδόμαντις (noun) Artem. Onirocr. al-ʿarrāfūna l-ḫaddāʿūna
- ὡραῖος
- ὡραῖος (adj.) Artem. Onirocr. al-ḫaddāʿatun wa-l-fāǧiratun