Lookup cumulative lexical entry: غسّل
- ἀνατρίβω
- ἀνατρίβω (act. part.) Rufus Ict.
ἀνατρίβοντας τὸ σῶμα νίτρον Rufus Ict. fr. 11 = an yuġsalu bi-l-naṭrūni 58 - κατάκλυσμα
- κατάκλυσμα (noun) Hippocr. Nat. hom.
- κατάκλυσμα (noun) Hippocr. Nat. hom.
- λούω
- λούω (verb) Hippocr. Superf.
- λούω (pass. part.) Hippocr. Superf. λελουμένος
- λούω (pass. part.) Hippocr. Superf. λουσαμένη
- πλύνω
- πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
- πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
- πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
- πλύνω (verb) Artem. Onirocr.
- σμηματώδης
- σμηματώδης (adj.) Hippocr. Diaet. acut. baʿḍu l-ġusli