Lookup cumulative lexical entry: قراءة
- ἀναγιγνώσκω
- ἀναγιγνώσκω (verb) Artem. Onirocr.
- βιβλίον
- βιβλίον (noun) Artem. Onirocr. qirāʾatu l-kutubi
- εὐανάγνωστος
- εὐανάγνωστος (adj.) Arist. Rhet. sem. amplif.; yashulu qirāʾatuhu
- συνανάγνωσις
- συνανάγνωσις (noun) Nicom. Arithm. εἰς τὰς συναναγνώσεις = fī qirāʾatin