Lookup cumulative lexical entry: مغيّر
- ἀλλαγή
- ἀλλαγή (noun) Artem. Onirocr.
- μεταβάλλω
- μεταβάλλω (act. part.) Arist. Phys.
καὶ ὅλως τὸ ποιοῦν τοῦ ποιουμένου καὶ τὸ μεταβάλλον τοῦ μεταβαλλομένου Arist. Phys. II 3, 194b32 = wa-bi-l-ǧumlati l-fāʿilu li-l-mafʿūli wa-l-muġayyiru li-l-mutaġayyiri