Lookup cumulative lexical entry: مفهوم
- αδιανοητος
- ἔναρθρος
- ἔναρθρος (adj.) Ps.-Plut. Placita
- ἐπινοέω
- ἐπινοέω (gerund) Nicom. Arithm. οὐκ ἐπινοεῖσθαι δύναται = laysa yumkinu an yakūna...mafhūman
- νοητός
- νοητός (adj.) Nicom. Arithm.
- σαφήνεια
- σαφήνεια (noun) Artem. Onirocr. ẓāhiran mafhūman
- συνοράω
- συνοράω (verb) Arist. Phys. οὔπω συνεώρα = lam yakun ... muḥaṣṣalan mafhūman