Lookup cumulative lexical entry: موافقة
- ἀνεπιτήδειος
- ἀνεπιτήδειος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. ἀνεπιτηδειότερος = aqallu muwāfaqatan
- ἀπρέπεια
- ἀπρέπεια (noun) Nicom. Arithm. qillatu l-muwāfaqati
- ἐπιτηδειος
- ἐπιτηδειος (adj.) Hippocr. Diaet. acut.
- εὔνοια
- εὔνοια (noun) Artem. Onirocr. li-muwāfaqatihā
- κατά
- κατά (prep.) Arist. Eth. Nic. κατά c. acc. = ʿalā muwāfaqati c. gen.
κατὰ τὴν οἰκείαν ἕξιν Arist. Eth. Nic. X 6, 1176b26 = ʿalā muwāfaqati hayʾatihi l-ḫāṣṣiyyati 555.13 - ὁμωνύμως
- ὁμωνύμως (adv.) Nicom. Arithm. ʿalā sabīli l-muwāfaqati fī l-ismi
- περιπίπτω
- περιπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- προσίημι
- προσίημι (verb) Artem. Onirocr. προσίεμαι