Lookup cumulative lexical entry: نائبة
- παροξύνω
- παροξύνω (pass. part.) Hippocr. Aphor. παροξυνόμενος = iḏā kānat nawāʾibu l-ḥummā
τοῖσιν ἐν τῇσι περιόδοισι παροξυνομένοισι μηδὲν διδόναι μηδ' ἀναγκάζειν Hippocr. Aphor. I 19 = iḏā kānat nawāʾibu l-ḥummā lāzimatan li-adwārihā fa-lā yanbaġī fī awqātihāni an yuʿṭā ... aw yuḍtarra 7.11 - παροξυσμός
- παροξυσμός (noun) Hippocr. Aphor. ἐν τοῖσι παροξυσμοῖσιν = fī awqāti nawāʾibihā