Lookup cumulative lexical entry: وقع
- αἰσθάνομαι
- αἰσθάνομαι (gerund) Arist. An. post. ταῦτα δ' οὐκ ἔστιν αἰσθάνεσθαι = wa-kāna lā sabīla ilā an yaqaʿa l-iḥsāsu bi-hāḏihi
- ἁμαρτάνω
- ἁμαρτάνω (pass. part.) Arist. Phys. ἐν δὲ τοῖς ἁμαρτανομένοις = wa-mā yaqaʿu fīhī l-ḫaṭaʾu
- ἁμαρτάνω (verb) Ps.-Plut. Placita waqaʿa ḫalalun
- ἀναδέχομαι
- ἀναδέχομαι (verb) Artem. Onirocr. wa-taqaʿu ʿalayhi
- ἀπαλλάσσω
- ἀπαλλάσσω (verb) Ps.-Arist. Div. ἀπαλλάττει = yaqaʿu l-taḫalluṣa
- απαταω
- ἀποδίδωμι
- ἀποδίδωμι (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fī
- ἀπορέω
- ἀπορέω (pass. part.) Arist. Phys. τὸ ἀπορούμενον = mā waqaʿa l-šakku fīhi
- ἀπόρημα
- ἀπόρημα (noun) Arist. Phys. τῶν περὶ αὐτὸν ἀπορημάτων = fī l-šukūki llatī waqaʿat fīhi
- ἄπταιστος
- ἄπταιστος (adj.) Nicom. Arithm. min ġayri an yaqiʿa fīhi ḫaṭāʾun
- ἅπτω
- ἅπτω (verb) Artem. Onirocr. ἅπτομαι = yaqaʿu ʿalā
- ἀρραγής
- ἀρραγής (adj.) Aelian. Tact. lā yaqaʿu fīhā ḫalalun
- βάλλω
- βάλλω (gerund) Galen In De off. med. βάλλεσθαι
- γῆ
- γῆ (noun) Artem. Onirocr. yaqayʿu ṣarīʿan
- γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Proclus El. theol. waqaʿa taḥta l-kawni
- γίγνομαι (verb) Proclus El. theol.
τὸ γὰρ ὂν οὐ γίνεται ὃ ἤδη ἐστίν Proclus El. theol. 3: 4.7 = li-anna l-kawna lā yaqaʿu ʿalā aysi l-šayʾi lākin ʿalā laysi l-šayʾi 3.7 - γίνομαι
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr.
- γίνομαι (verb) Artem. Onirocr.
- διαπορέω
- διαπορέω (pass. part.) Arist. Phys. ταῦτα μὲν οὖν ἔστω διηπορημένα = mā waqaʿa fīhi l-šakku
- εἰμί
- εἰμί (verb) Arist. Int.
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fī
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fī
- εἰμί (verb) Artem. Onirocr. taqaʿu fī
- εἰσβαίνω
- εἰσβαίνω (verb) Artem. Onirocr. waqaʿa fīhā
- εἰσέρχομαι
- εἰσέρχομαι (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fī
- ἐλαύνω
- ἐλαύνω (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿūna fīhā
- ἐμπίπτω
- ἐμπίπτω (verb) Arist. An. post. ἂν ἐμπίπτοιεν = qad yaqaʿu
- ἐμπίπτω (verb) Arist. An. post. εἰ...ἐμπίπτει = in waqaʿa
- ἐμπίπτω (verb) Arist. An. post. οὐκ ἐμπεσεῖται ἅπαν εἰς τοῦτο = fa-innahu lā yaqaʿu l-kulli fī hāḏihi
- ἐμπίπτω (verb) Arist. An. post. ἐμπίπτει
- ἐμπίπτω (verb) Arist. Phys.
- ἐμπίπτω (verb) Erat. Cub. dupl.
ἐμπεσεῖν εἰς τὸ αὐτὸ ἀπόρημα Erat. Cub. dupl. 90.2 = waqaʿū fī hāḏihī l-ḥayrati nafsihā 153.1 - ἐμπίπτω (act. part.) Eucl. El.
- ἐμπίπτω (act. part.) Eucl. El. waqaʿa ʿalā
- ἐμπίπτω (act. part.) Galen In De off. med. ἐμπεσόντος = yaqaʿu ʿalā
- ἐμπίπτω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. waqaʿa fīhā
- ἐμπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita waqaʿa fī
- ἐνδέχομαι
- ἐνδέχομαι (verb) Arist. Phys. ἐνδέχεται = yaǧūzu an yaqaʿa
- ἐνεργέω
- ἐνεργέω (gerund) Arist. Phys. ὁτὲ μὲν ἐνεργεῖν = an yaqaʿa l-fiʿlu fī ḥālin
ἐνδέχεται γὰρ ἕκαστον ὁτὲ μὲν ἐνεργεῖν ὁτὲ δὲ μή Arist. Phys. III 1, 201b8 = fa-inna kulla wāḥidin mina l-amrayni mumkinun aʿnī an yaqaʿa l-fiʿlu fī ḥālin wa-allā yaqaʿa fī ḥālin - ἐννόημα
- ἐννόημα (noun) Ps.-Plut. Placita ἐννοήματα ἡμετέρα = šayʾun yaqaʿu fī afkārinā wa-taḫayyulātinā
- ἐπιβάλλω
- ἐπιβάλλω (pass. part.) Galen In De off. med. ἐπιβεβλημένου = yaqiʿa...ʿalā
- ἐπιβάλλω (verb) Ps.-Plut. Placita ἐπιβάλλω c. dat. = waqaʿa fī
- ἐπιβολή
- ἐπιβολή (noun) Galen In De off. med. waqaʿat ʿalā
- ἐπιβολή (noun) Galen In De off. med.
- ἐπιβολή (noun) Galen In De off. med. waqaʿa ʿalayhi
- ἐπιχειρέω
- ἐπιχειρέω (verb) Artem. Onirocr. arāda an yaṯiba ʿalā...aw yuwaqqiʿa bihim
- ἔρχομαι
- ἔρχομαι (act. part.) Arist. Gener. anim. ἅμα ἔλθωσσιν = waqaʿa maʿan
- ἔρχομαι (gerund) Arist. Phys. ἀπὸ τύχης ἐλθεῖν = innahā waqaʿat bi-l-baḫti
- ἔχω
- ἔχω (verb) Arist. Phys. ἔχει = qad taqaʿu fīhi
- ἔχω (act. part.) Nicom. Arithm. ἔχων τμήματα ὁρᾶται = yaqaʿu fīhi l-qismatu
- ἔχω (verb) Ps.-Plut. Placita ἔννοιαν ἔχειν = waqaʿa fī afkārin
πόθεν ἔννοιαν ἔσχον θεοῦ ἄνθρωποι Ps.-Plut. Placita 292a20 = kayfa waqaʿa fī afkāri l-nāsi wiǧdānu llāhi ʿazza wa-ǧalla 10.8 - ἔχω (verb) Ps.-Plut. Placita ἔννοιαν ἔχειν = waqaʿa fī afkārin
- ἔχω (verb) Ps.-Plut. Placita ἔννοιαν ἔχειν = waqaʿa fī l-afkāri
- θλῖψις
- θλῖψις (noun) Artem. Onirocr. wa-šiddatun yaqaʿūna fīhā
- ἵστημι
- ἵστημι (verb) Arist. An. post. εἰ...ἵστανται = matā waqaʿat in waqafa
- κατακρίνω
- κατακρίνω (verb) Artem. Onirocr. κατακρίνομαι = fa-waqaʿū...fī
- καταπίπτω
- καταπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- καταρρέω
- καταρρέω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. κατερρύη = fa-taqaʿu
- κινδυνεύω
- κινδυνεύω (act. part.) Arist. Rhet. ὁ κινδυνεύων = paraphr.; allaḏī yaqaʿu fī l-šadāʾidi
- κολάζω
- κολάζω (verb) Artem. Onirocr. wa-tadullu...ʿalā ʿaḏhābin yaqaʿu fīhi
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu ʿalayhi
- λαμβάνω (verb) Artem. Onirocr. waqaʿa fī
- λαμβάνω (verb) Ps.-Plut. Placita ἔννοιαν λαμβάνειν = waqaʿa fī l-afkāri
- μεταδίδωμι
- μεταδίδωμι (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fī
- παραγίγνομαι
- παραγίγνομαι (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. taqaʿu fī
- παραναπίπτω
- παραναπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- παρεμπίπτω
- παρεμπίπτω (verb) Arist. An. post. ἀεὶ παρεμπεσεῖται = qad yaqaʿu dāʾiman
- πάσχω
- πάσχω (verb) Arist. Phys. πέπονθε δὲ = wa-qad waqaʿa
- περιίστημι
- περιίστημι (verb) Arist. Gener. anim. waqaʿat ḥawla
- περιπίπτω
- περιπίπτω (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fī
- περιπίπτω (verb) Artem. Onirocr. fa-waqaʿa fī
- περιπίπτω (verb) Artem. Onirocr. waqaʿa fī
- περιπίπτω (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu ʿalā
- πίπτω
- πίπτω (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
- πίπτω (verb) Arist. An. post. τοῦ Ε οὐδέποτ' ἔξω πεσεῖται = fa-innahu h' ḫāriǧun ʿan h' lā yaqaʿu wa-lā fī waqtin min al-awqāti
- πίπτω (gerund) Arist. Gener. anim. τὸ δύο γονὰς πίπτειν = al-nuṭfatāni allaṯī taqaʿu fi-l-raḥmi
- πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- πίπτω (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
- πίπτω (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. πεσοῦσαν
- πίπτω (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. πεσοῦσα
- πίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
- πλανάω
- πλανάω (verb) Artem. Onirocr. πλανάομαι = waqaʿa l-ḫaṭaʾu fī
- προεπινοέω
- προεπινοέω (verb) Porph. Isag. waqaʿa fī l-wahmi qabla
- προσπίπτω
- προσπίπτω (verb) Hippocr. Genit.; Nat. puer. fa-waqaʿat
- προσπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita προσπίπτω c. dat. = waqaʿa li-
- ῥέω
- ῥέω (verb) Artem. Onirocr. yaǧrī wa-yaqaʿu
- ῥήγνυμι
- ῥήγνυμι (verb) Artem. Onirocr. lam yaqaʿ
- σίνομαι
- σίνομαι (verb) Artem. Onirocr. taqaʿu ʿalā
- συμβαίνω
- συμβαίνω (verb) Arist. Int.
- συμβαίνω (act. part.) Arist. Phys. τοῦ συμβάντος ἕνεκα = min aǧli mā waqaʿa minhā
- συμπίπτω
- συμπίπτω (verb) Arist. Gener. anim. waqaʿat wa inḍammat ilā ḏātihā
- συμπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
- συμπίπτω (act. part.) Artem. Onirocr. συμπῖπτον
- συνεμπίπτω
- συνεμπίπτω (verb) Artem. Onirocr. al-wuqūʿu...ka-mā waqaʿa
- συνεπινοέω
- συνεπινοέω (verb) Galen In De off. med. yaqaʿu fī l-wahmi
- συνίστημι
- συνίστημι (verb) Nicom. Arithm. συσταίη ἄν
- σώζω
- σώζω (verb) Alex. qu. I 5 [Auct.] σώζηται = kāna ...qāʾiman ġayra wāqiʿin taḥta l-fasādi
- τυγχάνω
- τυγχάνω (act. part.) Eucl. El. τυχόν = kayfa mā waqaʿat
- τυγχάνω (act. part.) Eucl. El. τυχόν = kayfa mā waqaʿat
- τυγχάνω (act. part.) Eucl. El. τυχόν = kayfa mā waqaʿat
- ὑπάρχω
- ὑπάρχω (verb) Arist. Cael. (dat.) = waqaʿa (ʿalā)
- ὑπάρχω (gerund) Arist. Int. ὑπάρχειν
- ὑπομένω
- ὑπομένω (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fīhā
- ὑποπίπτω
- ὑποπίπτω (verb) Artem. Onirocr. yaqaʿu fīhi
- φέρω
- φέρω (verb) Artem. Onirocr. φέρομαι = taqaʿu fīhā
- ψευδοποιέω
- ψευδοποιέω (verb) Ps.-Plut. Placita ἡ αἴσθησις ... ψευδοποιεῖται = wa-anna l-ḥawāssa yaqaʿu lahā l-ḫaṭaʾu