Lookup cumulative lexical entry: وقوف
- ἀμφιδοξέω
- ἀμφιδοξέω (gerund) Arist. Rhet. τὸ ἀμφιδοξεῖν = wuqūfun bayna ẓannayni
- ἵστημι
- ἵστημι (verb) Arist. Cael. sukūnun wa-wuqūfun
- ἵστημι (gerund) Ps.-Plut. Placita ἵστασθαι = yūǧibu wuqūfan
- μένω
- μένω (gerund) Arist. Cael. βεβηκέναι καὶ μένειν = ṯabātun wa-wuqūfun
- μονή
- μονή (noun) Arist. Cael.
- παράστασις
- παράστασις (noun) Porph. Isag.
- στάσις
- στάσις (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
- στάσις (noun) Arist. Phys.
- στάσις (noun) Arist. Phys. ἡ γὰρ διαλαμβανομένη στάσει = allatī fī ḫalalihā wuqūfun
- στάσις (noun) Arist. Phys. κίνησις καὶ στάσις = al-ḥarakatu wa-l-wuqūfu
- στάσις (noun) Ps.-Plut. Placita