Lookup cumulative lexical entry: احتمال
- δέχομαι
- δέχομαι (verb) Hippocr. Nat. hom.
- δυσφορία
- δυσφορία (noun) Hippocr. Diaet. acut. ṣuʿūbatu ḥtimālin
- δυσφορίη
- δυσφορίη (noun) Hippocr. Diaet. acut. ʿusru iḥtimālihi
- δύσφορος
- δύσφορος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. δυσφορώτερος = iḥtimāluhū... aṣʿabu
- εὐτολμία
- εὐτολμία (noun) Ps.-Arist. Virt. al-iḥtimālu wa-l-quwwatu
- εὔτονος
- εὔτονος (adj.) Galen An. virt. τὸ εὔτονον = iḥtimālu l-taʿabi
- εὐφορία
- εὐφορία (noun) Hippocr. Humor. suhūlatu ḥtimālin
- εὔφορος
- εὔφορος (adj. comp.) Hippocr. Diaet. acut. εὐφορώτερος = suhūlatu ḥtimālin
- εὔφορος (adj.) Hippocr. Humor. τὸ εὔφορον = suhūlatu l-iḥtimāli
- εὔφορος (adj.) Hippocr. Humor. εὐφόρως = sahula ḥtimālun
ἢν αἰσθάνωνται ... καὶ φέρωσιν ... εὐφόρως Hippocr. Humor. 4.21 = in kānū yuḥissūna … wa-yaḥtamilūna … wa-sahula ḥtimāluhum 9.2 - μικρολογία
- μικρολογία (noun) Ps.-Arist. Virt. iḥtimālu l-luʾmi
- ὀλιγοφόρος
- ὀλιγοφόρος (adj.) Hippocr. Diaet. acut. al-qalīlu l-iḥtimāli
- ὑπομονή
- ὑπομονή (noun) Ps.-Plut. Placita al-ṣabru wa-l-ḥtimālu
- φέρω
- φέρω (gerund) Arist. Gener. anim.
- φέρω (verb) Hippocr. Aphor. εὐφόρως φέρουσιν = wa-sahula ḥtimāluhū
καὶ κενεαγγίη, ἣν μὲν οἷα δεῖ γίνεσθαι γίνηται, συμφέρει δὲ καὶ εὐφόρως φέρουσιν Hippocr. Aphor. I 2 = wa-kaḏālika ḫalāʾu l-ʿurūqi fa-innahā in ḫalat mina l-nawʿi llaḏī yanbaġī an yaḫluwa minhu, nafaʿa ḏālika wa-sahula ḥtimāluhū 1.9 - φέρω (verb) Hippocr. Diaet. acut.
- φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ καλῶς ἐνεγκεῖν = fa-iḥtimālun
- φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. μὴ δύνασθαι φέρειν = qillatu l-iḥtimāli
- φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ δύνασθαι φέρειν = qudratu ... ʿalā iḥtimālin
- φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. τὸ δύνασθαι φέρειν = muqtadirun ʿalā l-iḥtimālin
- φέρω (gerund) Ps.-Arist. Virt. δύνανται φέρειν = yastaṭīʿu iḥtimālan