Lookup cumulative lexical entry: اختناق
- νήχω
- νήχω (verb) Artem. Onirocr. νήχομαι
- πνιγμός
- πνιγμός (noun) Hippocr. Humor. al-ʿillatu l-musammā iḫtināqa l-raḥimi
- πνίξ
- πνίξ (noun) Diosc. Mat. med. αἱ ὑστερικαὶ πνίγες
- ὑστερικός
- ὑστερικός (adj.) Hippocr. Humor. li-l-marʾati llatī bihā iḫtināqu l-raḥima