Lookup cumulative lexical entry: اخفّ
- ἐπιεικής
- ἐπιεικής (adj. comp.) Diosc. Mat. med. επιεικέστερος = aslasu wa-aḫaffu
- εὔφορος
- εὔφορος (adj.) Hippocr. Aphor. εὐφορώτερος
- κοῦφος
- κοῦφος (adj. sup.) Arist. Phys. κουφότατα = aḫaffuhā kullihā
ἐπιπολῆς δὲ μάλιστα τὰ ξύλα· κουφότατα γάρ Arist. Phys. II 9, 200a5 = wa-aʿlāhu ka-l-ḫašabi li-annahu aḫaffuhā kullihā - κοῦφος (adj.) Hippocr. Aer. κουφότατον
- κοῦφος (adj.) Ps.-Plut. Placita κουφότατος