Lookup cumulative lexical entry: ادراك
- ἀγχίνοια
- ἀγχίνοια (noun) Arist. Rhet. ḫiffatu l-idrāki
- αναντιληπτος
- ἀντίληψις
- ἀντίληψις (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
- ἀντίληψις (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
- ἀντίληψις (noun) Ps.-Plut. Placita
- αντιληψις Them. In De an.
- αντιληψις Them. In De an.
- αντιληψις Them. In De an.
- δυσόρατος
- δυσόρατος (adj.) Alex. An. mant. [Vis.] (šayʾun) ṣaʿuba idrākuhū bi-l-baṣari
- ἐπιστήμη
- ἐπιστήμη (noun) Nicom. Arithm. al-ʿilmu wa-l-idrāku
- εὕρεσις
- εὕρεσις (noun) Nicom. Arithm. τῆς αὐτῶν εὑρέσεως = fī idrākinā lahā
- καταληπτικός
- καταληπτικός (adj.) Ps.-Plut. Placita τὸ καταληπτικόν
- κατάληψις
- κατάληψις (noun) Nicom. Arithm.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (gerund) Arist. Phys. ληφθῆναι = anna idrāka
- νοέω
- νοέω (verb) Arist. Metaph. idrākuhā bi-l-ḏihni
- πρόληψις
- πρόληψις (noun) Ps.-Plut. Placita idrākun wa-tafsīrun