Lookup cumulative lexical entry: ادرك
- gerundive
- gerundive Ps.-Plut. Placita αἰσθητός = yudraku ḥissan
- ἄδηλος
- ἄδηλος (adj.) Arist. Phys. alṭafu min an yudrikahū
ἄδηλος δὲ ἀνθρωπίνῃ διανοίᾳ ὡς θεῖόν τι οὖσα Arist. Phys. II 4, 196b6 = illā annahū (sc. al-baḫtu) alṭafu min an yudrikahū ḏihnu l-insāni li-annahū amrun ilāhiyyun - αἰσθάνομαι
- αἰσθάνομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] αἰσθάνομαι c. gen. = adraka c. acc.
- αἰσθάνομαι (verb) Ps.-Arist. Virt. yudriku masmūʿātihi
- αἰσθάνομαι (verb) Ps.-Arist. Virt. yudriku ... maḏāqātihi
- ἀνατρέφω
- ἀνατρέφω (verb) Artem. Onirocr. ἀνατρφῇ = šabbat wa-adraka
- ἀντιλαμβάνομαι
- ἀντιλαμβάνομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.]
- ἀντιλαμβάνομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] ἀντιλαμβάνομαι c. gen. = adraka c. acc.
- ἀντιλαμβάνομαι (verb) Alex. An. mant. [Vis.] ἀντιλαμβάνομαι c. gen. = adraka c. acc.
- αντιλαμβανομαι Them. In De an.
- ἀντιληπτικός
- ἀντιληπτικός (adj.) Ps.-Plut. Placita ἀντιληπτικὸς γίγνομαι
- ἀντίληψις
- ἀντίληψις (noun) Alex. An. mant. [Vis.]
- ἀποδείκνυμι
- ἀποδείκνυμι (verb) Ps.-Plut. Placita ἀποδείκνυμαι = barhana wa-adraka bi-tilkā l-ašyā’i
πᾶσα γὰρ ἀπόδειξις καὶ πᾶσα πίστις ἐπιστήμης, πρὸς δὲ καὶ πᾶς συλλογισμὸς ἔκ τινων ὁμολογουμένων τό ἀμφισβητούμενον συνάγει καὶ ἀποδείκνυται ἕτερον ὧν ἡ ἐπιστήμη κατάληψίς ἐστιν Ps.-Plut. Placita 283a3-4 = wa-ḏālika anna kulla burhānin wa-kulla iqnāʿin wa-maʿa ḏālika kulla ǧāmiʿatin fa-innamā taǧmaʿu l-šayʾa mina l-ašyāʾi l-maqrūni bihā l-šayʾu l-muḫtalifu fīhi fa-yakūnu iḏani l-ʿilmu šayʾan āḫara yubarhanu wa-yudraku bi-tilkā l-ašyā’i 6.14 - γίγνομαι
- γίγνομαι (verb) Ps.-Plut. Placita ἀντιληπτικὸς γίγνομαι
- δῆλος
- δῆλος (adj.) Arist. Hist. anim. δῆλόν ἐστι
- δοκέω
- δοκέω (verb) Artem. Onirocr. fa-adrakahu
- εγκαταλειμμα
- ἐπιβάλλω
- ἐπιβάλλω (verb) Arist. Metaph.
- θεωρητός
- θεωρητός (gerundive) Ps.-Plut. Placita λόγῳ θεωρητός = yudraku ʿaqlan
- θεωρητός (gerundive) Ps.-Plut. Placita λόγῳ θεωρητός = yudraku ʿaqlan
- θεωρητός (gerundive) Ps.-Plut. Placita λόγῳ θεωρητός = yudraku ʿaqlan
- θεωρητός (gerundive) Ps.-Plut. Placita λόγῳ θεωρητός = yudraku ʿaqlan
- καταλαμβάνω
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- καταλαμβάνω (verb) Artem. Onirocr.
- λαμβάνω
- λαμβάνω (verb) Arist. Eth. Nic.
κατ' οὐδένα χρόνον λάβοι τις ἂν ἡδονὴν Arist. Eth. Nic. X 4, 1174a17 = lā yumkinu aḥadan an yudrika laḏḏatan mā fī zamānin 539.13 - ὁράω
- ὁράω (gerund) Ps.-Arist. Div. ἰδεῖν = yudrikuhu l-ḥawāssu
- περιληπτός
- περιληπτός (adj.) Nicom. Arithm.
- προσάγω
- προσάγω (verb) Arist. Gener. anim.
- συναντιλαμβανομαι
- συνάπτω
- συνάπτω (verb) Arist. Gener. anim.
- συνάπτω (verb) Arist. Gener. anim. συνάπτει πρὸς τὴν ἀκμήν = tašibbu wa tudriku
- τέλειος
- τέλειος (adj.) Artem. Onirocr. man kāna...qad adraka
- τυγχάνω
- τυγχάνω (act. part.) Arist. Eth. Nic. τὸ τυχόν = mā udrika
οὐκ ἐκ τοῦ τυχόντος τὸ τυχὸν γίνεσθαι Arist. Eth. Nic. X 3, 1173b5 = lā yakūnu kullu mā udrika min kulli mā udrika 535.15 - τυγχάνω (act. part.) Arist. Eth. Nic. ὁ τυχών = man udrika
ἀπολαύσειέ τ' ἂν τῶν σωματικῶν ἡδονῶν ὁ τυχὼν Arist. Eth. Nic. X 6, 1177a7 = wa-ʿasā an yatamallā mina l-laḏḏāti l-ǧismiyyati man udrika 557.6 - τυγχάνω (act. part.) Arist. Eth. Nic. ὁ τυχών = man udrika
- τυγχάνω (verb) Arist. Rhet.
- τυγχάνω (act. part.) Arist. Rhet.
- φθάνω
- φθάνω (verb) Hippocr. Aer.
- ὥρα
- ὥρα Arist. Testamentum ὅταν ὥρα ἢ τῇ παιδί = matā adrakati bnatī