Lookup cumulative lexical entry: استشهد
- ἀφικνέομαι
- ἀφικνέομαι (verb) Galen An. virt. ἀφικέσθαι μάρτυρα
- μάρτυς
- μάρτυς (noun) Galen An. virt. ἀφικέσθαι μάρτυρα
- τεκμήριον
- τεκμήριον (noun) Arist. Gener. anim. χρήσαιτο τεκμηρίοις = al-šahādātu allatī tastašhidu
- φανερός
- φανερός (adj.) Ps.-Plut. Placita φανερόν = istašhada ʿalā ḏālika